- καρποφθόρος
- καρπο-φθόρος, ον,A spoiling fruit,
δένδρων AP9.256
(Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δένδρων AP9.256
(Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποφθόρος — spoiling fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφθόρος — ο (Α καρποφθόρος, ον) αυτός που καταστρέφει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek